- προαγώνισμα
- το, ΝΑ [προαγωνίζομαι](στην αρχ. Αθήνα και σχετικά με τη διδασκαλία τών δραμάτων, ο προαγώννεοελλ.άσκηση, γύμναση που κάνει κανείς πριν από έναν αγώνα, προγύμναση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαγώνισμα — previous contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγώνισμα — το, ατος προγύμναση, προεξάσκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαγωνισμάτων — προαγώνισμα previous contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)